Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Ενημερώσεις

Σας ενημερώνουμε οτι στο Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννη και Αγίων Αποστόλων για το τριήμερο(Παρασκεύη-Σάββατο-Κυριακή) θα τελεσθούν οι εξής ακολουθίες:
Παρασκεύη: Η ακολουθία του Ακαθιστού Ύμνου απο 6:30 μέχρι 8:30
Σάββατο: Θεία Λειτουργία και μνημόσυνο των κεκοιμημένων απο 7:00 μέχρι 9:30
Κυριακή: Θεία Λειτουργία από 7:00 μέχρι 10:00

ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

 Οι Βίοι όλων των Αγίων όλου του έτους.


http://www.synaxarion.gr/gr/sxcalendar.aspx

Όσιος Ιωάννης ο Ησυχαστής, μαθητής του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου

Ο Όσιος Ιωάννης ο Ησυχαστής έζησε κατά τον 8ο αιώνα μ.Χ. και ήταν μαθητής του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου (τιμάται 20 Νοεμβρίου). Από νεαρή ηλικία ζήλωσε τον ασκητικό βίο και απήλθε προς τον Άγιο Γρηγόριο τον Δεκαπολίτη, ίσως στον Όλυμπο, γενόμενος μοναχός και διδασκόμενος τα της μοναχικής πολιτείας. Η υπακοή του προς τον διδάσκαλό του υπήρξε περιβόητη, γι' αυτό δε και ο Άγιος Γρηγόριος έχαιρε και δόξαζε τον Θεό. Μετά τον θάνατο του διδασκάλου του, κατά το παράδειγμα αυτού, αφού περιέτρεξε ξένους τόπους, ήλθε κατόπιν στα Ιεροσόλυμα, όπου και προσκύνησε τους Αγίους Τόπους. Εκεί καλλιεργήθηκαν εντός του περισσότερο οι πηγές της ευσεβούς κατανύξεως και η αφοσίωσή του προς τον Θεό προσέλαβε νέα δύναμη και φλόγα.

Ο Όσιος Ιωάννης εγκαταβίωσε στη μονή Χαρίτωνος, όπου και κοιμήθηκε με ειρήνη.

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

 Για όποιον θέλει να διαβάσει το περίφημο βιβλίο του Αγίου Ιωάννου, την κλίμακα.


http://users.otenet.gr/~abpriest/klimaka.htm


Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας πιθανότατα το 523 μ.Χ. στη Συρία. Ήταν γιος πλούσιας και ευσεβούς οικογένειας. Σε νεαρή ηλικία, παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως, ώστε να διακρίνεται ανάμεσα στους συνομήλικούς του. Εκείνος όμως, ενδιαφερόταν περισσότερο για την προσευχή, τις θεολογικές μελέτες, την συγγραφική εργασία και την άσκηση. Πήγε στο Όρος Σινά, κοντά στον φημισμένο αναχωρητή Μαρτύριο, ο οποίος καθοδήγησε πνευματικά τον νεαρό Ιωάννη. Μετά από τέσσερα χρόνια άσκησης, εκάρη μοναχός ενώ η φήμη των αρετών και της σοφίας του είχε ευρύτερα διαδοθεί. Γι' αυτό πολλοί μοναχοί και λαϊκοί, αλλά και αξιωματούχοι έρχονταν στη Μονή για να ζητήσουν τη συμβουλή του. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Λόγω της διαβίωσής του στην Ιερά Μονή Σινά ονομάζεται και Σιναΐτης. Μετά το θάνατο του ηγούμενου της Μονής και κατόπιν απαιτήσεως των αδελφών δέχθηκε να γίνει Ηγούμενος της ιεράς Μονής Σινά για μερικά χρόνια. Η νοσταλγία, όμως, της ερημικής ζωής, έκανε τον Ιωάννη να αποσυρθεί πάλι στην έρημο και να αφοσιωθεί πάλι στις μελέτες του. Εκοιμήθη εν ειρήνη περί το 606 μ.Χ. και άφησε δύο σπουδαιότατα συγγράμματα, την «Κλίμακα» και τον «Λόγον προς τον Ποιμένα».
Η «Κλίμακα» περιλαμβάνει τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι' αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών. Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημική ζωή, ταξινομώντας αυτές κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη με χάρη και μελωδικότητα. Έχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως, καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις. Από την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια. Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα. Η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Μαρτίου και την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Μερικοί λόγοι του, από την Κλίμακα:
1) Η ταπεινοφροσύνη είναι ουράνιος ανεμοστρόβιλος που μπορεί να ανεβάσει την ψυχή από την άβυσσο της αμαρτίας στα ύψη του ουρανού.
2) Μητέρα της πηγής είναι η άβυσσος των υδάτων πηγή δε της διακρίσεως η ταπείνωσις

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΙΝΟΥ, ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ

Γιορτάζουμε σήμερα 13 Απριλίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Μαρτίνου, του Πάπα Ρώμης.

Ο Άγιος Μαρτίνος, Επίσκοπος Ρώμης, γεννήθηκε στην κεντρική Ιταλία, στο Τόδι της Ομβρικής. Έγινε Πάπας Ρώμης την εποχή που την Εκκλησία ταλαιπωρούσε η αίρεση των Μονοθελητών. Δυστυχώς, τότε και η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης είχε πέσει στα δίχτυα αυτής της αίρεσης, διότι ο Πατριάρχης Παύλος ο Β' ήταν υπέρμαχος του Μονοθελητισμού, μαζί με τον αυτοκράτορα Κώνστα τον Β' .

Ο Πάπας Μαρτίνος, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, προσπάθησε με επιστολή του, αλλά και με ειδικούς απεσταλμένους κληρικούς, να επαναφέρει τον Πατριάρχη Παύλο στο ορθόδοξο δόγμα. Μάταια, όμως. Ο Πατριάρχης, επηρεαζόμενος από τον αυτοκράτορα, επέμενε στο Μονοθελητισμό και εξόρισε τους απεσταλμένους του Μαρτίνου σε διάφορα νησιά. Μάλιστα, ο Κώνστας ο Β' έστειλε και συνέλαβαν με δόλο και τον ίδιο το Μαρτίνο.

Και αφού τον οδήγησαν αιχμάλωτο στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν τον εξόρισαν στη Χερσώνα. Εκεί, πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου του 655 μ.Χ., αφού κυβέρνησε την εκκλησία του έξι χρόνια. Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι ο θάνατος τον βρήκε αγωνιζόμενο στις επάλξεις της Ορθοδοξίας, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας. Δηλαδή, να διδάσκει ορθά, χωρίς πλάνη, το λόγο της αλήθειας.

(Η μνήμη του, από ορισμένους Συναξαριστές, επαναλαμβάνεται στις 20 Σεπτεμβρίου).

Μαζί με τον Άγιο Μαρτίνο εξορίστηκαν στη Χερσώνα και δυο ακόμα Επίσκοποι, όπου μετά από πολλές ταλαιπωρίες πέθαναν.

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΙΠΑ

Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Αντίπας έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διομιτιανού (81 - 96 μ.Χ.). Ήταν σύγχρονος των Αγίων Αποστόλων, οι οποίοι και τον χειροτόνησαν Επίσκοπο της Εκκλησίας της Περγάμου, όταν ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής Ιωάννης ήταν εξόριστος στην Πάτμο. Στην Αποκάλυψη ο Άγιος Αντίπας αποκαλείται από τον Απόστολο Ιωάννη πιστός ιερέας και μάρτυρας (Αποκάλυψη Ιωάννου, β' 13).

Ως αρχιερέας της Εκκλησίας της Περγάμου, ποίμανε το λογικό του ποίμνιο με κάθε ευσέβεια και αρετή. Όντας Επίσκοπος Περγάμου και ενώ ήταν πολύ γέρος, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες, όταν οι δαίμονες παρουσιάσθηκαν σε αυτούς και τους είπαν ότι δεν μπορούν να κατοικούν στον τόπο εκείνο εξαιτίας του Αντίπα. Γι' αυτό οδηγήθηκε στον ηγεμόνα και εξαναγκάστηκε με βία να αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνος (ο ηγεμόνας) κατέβαλε κάθε προσπάθεια να πείσει τον Άγιο να αρνηθεί τον Χριστό, λέγοντάς του ότι τα παλαιότερα είναι πολυτιμότερα, ενώ εκείνα που εμφανίζονται πρόσφατα δεν έχουν καμία αξία. Του είπε δηλαδή ότι η θρησκεία των εθνικών, η ειδωλολατρία, είναι παλαιά, αυξήθηκε διά μέσου των αιώνων και έχει πολλούς οπαδούς, γι' αυτό και είναι πολύ σπουδαιότερη από την πίστη των Χριστιανών, που εμφανίσθηκε τελευταία και έχει πολύ λίγους πιστούς. Στο επιχείρημα αυτό του ηγεμόνος ο Άγιος απάντησε με την ιστορία του Κάιν. Είπε δηλαδή σε αυτόν, ότι η αδελφοκτονία του Κάιν, αν και αυτός είναι πολύ αρχαιότερος, προκάλεσε και προκαλεί τον αποτροπιασμό σε άπειρα πλήθη ανθρώπων και ουδείς ευσεβής άνθρωπος τη ζηλεύει. Ο ηγεμόνας εξοργίσθηκε πάρα πολύ από την απάντηση του Αντίπα και τότε έδωσε εντολή να τον ρίξουν σε ένα πυρωμένο χάλκινο ομοίωμα βοδιού, όπου τελειώθηκε ο βίος του, το έτος 92 μ.Χ.

Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στην Εκκλησία της Περγάμου και αναβλύζει αενάως μύρο και ιάσεις, η δε Σύναξή του ετελείτο στο πάνσεπτο Αποστολείο του Αγίου και πανευφήμου Αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου, κοντά στην Μεγάλη Εκκλησία.

Ναός του Αγίου Αντίπα υπήρχε κατά τον 9ο αιώνα μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και έτερος, επίσης, κείμενος μεταξύ των χωρίων Αγίου Στεφάνου και Ρηγίου (Κιουτσούκ - Τσεκμετζέ).

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΥΤΥΧΙΟΥ

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (Ἑορτὴ Εὐτύχιος, Εὐτυχία)
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 512 μ.Χ. καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Θεία Κώμη τῆς Φρυγίας καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου, σχολαρίου ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Βελισσάριο καὶ τῆς Συνεσίας.
Διδάχθηκε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἠσύχιο, ὁ ὁποῖος ἦταν παππούς του καὶ λειτουργοῦσε στὴν Ἐκκλησία τῆς Αὐγουστοπόλεως. Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι ὁ Ἠσύχιος εἶχε τὸ ὀρφίκιο τοῦ σκευοφύλακος καὶ λόγω τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπο Ἀμασείας στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Οὐρβικίου. Στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ εἰσῆλθε σὲ μονὴ τῆς Ἀμασείας, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς Μελέτιο καὶ Σέλευκο, τῆς ὁποίας ἀργότερα ἀνεδείχθη καὶ ἡγούμενος.
Τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν δὲν ἦταν εἰρηνικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, λόγω τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν ποὺ δίδασκαν νέοι Ὠριγενιστὲς καὶ κρυπτομονοφυσίτες. Οἱ ἔριδες τῶν μοναχῶν τῆς Παλαιστίνης περὶ τοῦ Ὠριγένους ἀποτελοῦν τὴν Τρίτη καὶ τελευταία φάση τῶν ὠριγενιστικῶν ἐρίδων.
Προοίμιο αὐτῶν ὑπῆρξε ἡ κατὰ τὸ ἔτος 507 μ.Χ. διάσταση λογίων μοναχῶν τῆς Μεγάλης Λαύρας πρὸς τὸν ἡγούμενο αὐτῆς, τὸν Ὅσιο Σάββα τὸν Ἠγιασμένο, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Λαύρα καὶ ἵδρυσαν περὶ τὸ 514 μ.Χ. τὴ Νέα Λαύρα, ἡ ὁποία κατέστη κέντρο τοῦ ὠριγενισμοῦ.
Οἱ ἀντιωριγενιστὲς μοναχοὶ ἔκαναν ἔκκληση πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ νὰ καταδικάσει τὸν Ὠριγένη. Τὴν αἴτηση αὐτὴ ὑποστήριξε ὁ Πατριάρχης Μηνᾷς.
Ἔτσι, τὸ ἔτος 543 μ.Χ., συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾷ, μὲ σκοπὸ τὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Διὰ διατάγματος ποὺ ἐκδόθηκε τὸ ἔτος 543 μ.Χ. ὁ Ἰουστινιανὸς ἐστράφη κατὰ τῶν αἱρετικῶν. Καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένους, θεώρησε τὰ συγγράμματα αὐτοῦ κακόδοξα καὶ καταδίκασε αὐτὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὠριγένους.
Διὰ τρίτου διατάγματος ὁ Ἰουστινιανός, τὸ ἔτος 544 μ.Χ., καταδίκασε τὰ «Τρία Κεφάλαια», δηλαδὴ α) τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας καὶ τὰ αἱρετικά του συγγράμματα, β) τὰ κατὰ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὑπὲρ τοῦ Νεστορίου συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου καὶ γ) τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρὸς τὸν Πέρση Μάρη.
Ὅταν τὸ ἔτος 552 μ.Χ. κοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης Μηνᾷς, ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ᾖλθε ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια στὴ Βασιλεύουσα καὶ ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Οἱ ταραχὲς ὅμως τῶν αἱρετικῶν συνεχίζονταν καὶ ταλάνιζαν τὴν Ἐκκλησία. Η Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 553 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου, ἐπικύρωσε τὴν ἀπόφαση τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου καὶ προέβη στὴν καταδίκαση τῶν «Τριῶν Κεφαλάιων».
Ὁ σκοπὸς ὅμως τῆς καταδίκης τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων» δὲν ἐπετεύχθη, διότι οἱ μονοφυσῖτες ἐνέμεναν στὴν ἀπόσχιση καὶ στὶς αἱρετικὲς δοξασίες τους. Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ ἔτος 564 μ.Χ. ἐξέδωσε διάταγμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπέβαλε τὸν ἀφθαρτοδοκητισμό. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ εἶχε διατυπωθεῖ ἀπὸ τὸν καταφυγόντα στὴν Αἴγυπτο μονοφυσίτη Ἐπίσκοπο Ἁλικαρνασσοῦ Ἰουλιανό. Συγκεκριμένα ὁ Ἰουλιανὸς δίδασκε ὅτι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπὸ τῆς συλλήψεως καὶ γεννήσεως Αὐτοῦ, ἀπηλλάγη τῆς φθορᾶς καὶ ἑπομένως τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν (πείνας, δίψας, καμάτου, ἱδρῶτος, δακρύων κ.τ.λ) – τῶν λεγομένων «ἀδιαβλήτων παθῶν» - καὶ μόνο «κατ’ οἰκονομίαν» καὶ «κατὰ χάριν» φαινόταν ὑποκείμενο σὲ αὐτά.
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, πρὸς τοὺς ὁποίου ἀπευθύνθηκε, δὲν δέχθηκαν τὸ δυσσεβὲς  διάταγμα. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Ἅγιος, τὸ ἔτος 565 μ.Χ., καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὑπὸ Συνόδου ἐρήμην, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ καὶ ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴν Πρίγκηπο. Στὸ Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι μετὰ κατέφυγε σὲ μοναστῆρι τῆς Ἀμασείας στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἀσκητικὰ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.
Μετὰ ἀπὸ δώδεκα χρόνια ἐξορίας, ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος ὁ Β’, τὸ ἔτος 577 μ.Χ., ἀποθανόντος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου τοῦ Γ’, ἐπανέφερε μὲ τιμὴ καὶ δόξα τὸν Ἅγιο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Κατὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία του ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχή του ἔσωσε τὸν λαὸ ποὺ μαστιζόταν ἀπὸ θανατηφόρα ἐπιδημία. Τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του καὶ ὁ ἀγῶνας του γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τὸν ὁδήγησαν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀποκρισάριο τῆς Ρώμης Γρηγόριο, τὸν μετέπειτα Πάπα, λόγω τῶν δοξασιῶν του περὶ ἀναστάσεως σαρκός.
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 582 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐναποτέθηκε στὸ θυσιαστήριο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μετὰ τὴν κρηπῖδα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπου κατέκειντο καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα Ἀνδρέου, Τιμοθέου καὶ Λουκᾶ τῶν Ἀποστόλων.
Σῴζονται ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου αὐτοῦ «Περὶ Εὐχαριστίας», «Ἐπιστολὴ πρὸς Πάπαν Βιγίλιον περὶ τῶν Τριῶν Κεφαλαίων» καὶ «Συνοδικὴ Ἐπιστολή». Τρία ἄλλα ἔργα του χάθηκαν, ἤτοι τὸ «Περὶ ἀναστάσεως σαρκός», τὸ «Κατὰ Ἀφθαρτοδοκητῶν» καὶ τὸ «Κατὰ τῆς μονοφυσιτικῆς διασκευῆς τοῦ Τρισαγίου». Τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου συνέταξε ὁ μαθητής του Εὐστράτιος.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Ο Βίος του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτου

Παιδικά και νεανικά χρόνια του Αγίου Γερασίμου

Στα πολύ παλιά χρόνια, πριν περάσουν τετρακόσια χρόνια από την γέννηση του Ιησού Χριστού μας, γεννήθηκε στα Μύρα της Λυκίας ένας από τους μεγαλύτερους αγίους της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης.
Τα Μύρα ήταν αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, που ήταν Ελληνική από τα πανάρχαια χρόνια. Την εποχή του Βυζαντίου τα Μύρα έγιναν πρωτεύουσα της επαρχίας της Λυκίας και μέχρι τον 17ο αιώνα ήταν έδρα επισκόπου. Ένας από τους επισκόπους των Μύρων, ήταν και ο Άγιος Νικόλαος ο προστάτης των θαλασσών. Ο Άγιος Νικόλαος λάμπρυνε με την παρουσία του τον επισκοπικό θρόνο των Μύρων κατά τον 4ο αιώνα και πέθανε λίγα χρόνια πριν γεννηθεί ο Άγιος Γεράσιμος. Τα ερείπια που σώζονται δείχνουν ότι τα Μύρα βρίσκονται τέσσερα χιλιόμετρα μακριά από την θάλασσα.
Ο ευλογημένος Γεράσιμος γεννήθηκε όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Ζήνωνας, μεταξύ 376 και 391 μ.Χ. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι, ευσεβείς και ευλαβείς χριστιανοί. Τα άφθονα υλικά αγαθά δεν τους εμπόδισαν να έχουν αυστηρές ηθικές αρχές. Τον πολυαγαπημένο τους γιο τον ανάθρεψαν σύμφωνα με τα αθάνατα διδάγματα της Αγίας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Του έδωσαν μια τέλεια χριστιανική ανατροφή.
Όσο μεγάλωνε ο χαριτωμένος Γεράσιμος, τόσο πιο πολύ πλουτιζόταν με άφθονες αρετές, που του χάριζε ο φωτοδότης Χριστός. Δεν ήθελε να ζει όπως οι πιο πολλοί νέοι της εποχής του και να φροντίζει μόνο το σώμα του, παραμελώντας την αθάνατη ψυχή του. Ήταν φρόνιμος και προσεκτικός. Καταλάβαινε πως η ζωή του ανθρώπου πάνω στην γη είναι προσωρινή, ενώ ο Παράδεισος είναι παντοτινός και αιώνιος. Ο μεγάλος σεβασμός στο Θεό ριζώθηκε για καλά στα τρίσβαθα της ψυχής του από τα παιδικά του χρόνια. Οι γονείς του τον αφιέρωσαν από βρέφος στον Θεό και από παιδί ζούσε την μοναχική ζωή σε κοινόβιο μοναστήρι

Σε κοινόβιο Μοναστήρι – Στην έρημο της Λυκίας

Η ακλόνητη πίστη του γνωστικού Γεράσιμου και ο διακαής του πόθος να γίνει μοναχός τον οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά την κοσμική ζωή. Αφού μοίρασε τα πλούσια υπάρχοντά του στους φτωχούς, αφιερώθηκε στην ήρεμη και απλή ζωή των καλόγερων. Έγινε επίσημα μοναχός, έδιωξε κάθε κοσμική φροντίδα και αφοσιώθηκε με όλη την δύναμη της ψυχής του, στην απόκτηση των γνήσιων αρετών. Στην αρχή έγινε μοναχός σε κοινόβιο μοναστήρι.
Κοινόβιο λέγεται το μοναστήρι στο οποίο ζουν μαζί πολλοί μοναχοί, εκκλησιάζονται όλοι μαζί, υπακούουν και εξομολογούνται στον ίδιο ηγούμενο, το γέροντά τους, τρώνε σε κοινό τραπέζι, καθένας τους κάνει κάποια δουλειά, το διακόνημα και δεν έχουν δικά τους χρήματα ή οποιαδήποτε περιουσία.
Αφού πέρασε αρκετό καιρό στο κοινόβιο, ο ενάρετος Γεράσιμος απόκτησε πείρα της μοναχικής ζωής και προόδευσε περισσότερο στις ασκητικές αρετές. Τότε, με την ευλογία του γέροντά του, έφυγε από το κοινόβιο και ζούσε μόνος του, σαν ασκητής, στους πιο απρόσιτους και έρημους τόπους της Λυκίας.
Ο καλοκάγαθος Γεράσιμος δεν αγαπούσε να ζει όπως οι περισσότεροι νέοι της εποχής του, που φρόντιζαν μόνο το σώμα τους και αδιαφορούσαν για την σωτηρία της αθάνατης ψυχής τους. Ήξερε ότι η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή, μαζί με τις άλλες αρετές που καλλιεργούσε συστηματικά, ήταν τα σκαλοπάτια που θα τον οδηγούσαν στην Αιώνιο Βασιλεία.
Αγωνιζόταν συνέχεια για να καθαρίσει την ψυχή του από κάθε πάθος και ακαθαρσία κι έτσι να φωτισθεί ο νους του από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Με ευχαρίστηση απέφευγε τα πολλά και νόστιμα φαγητά και καθετί που βάραινε την κοιλιά το θεωρούσε βάρος και ενόχληση για τη φύση. Έτσι ο νους του διατηρούταν καθαρός και ήσυχος. Κοιμόταν πολύ λίγο, όσο χρειαζόταν για να διατηρείται στη ζωή και δεν απέφευγε τους κόπους και τους μόχθους. Αγαπούσε ν’ ασχολείται με τις αγρυπνίες, τις προσευχές και τη μελέτη των αγίων πατέρων. Για το θέμα του ύπνου έλεγε: “Όποιος θέλει να ζήσει περισσότερο, πρέπει να κοιμάται λιγότερο. Ο πολύς ύπνος κάνει το σώμα αδύναμο και ασθενικό. Ζωή είναι κυρίως το μέρος του χρόνου κατά το οποίο είμαστε ξύπνιοι. Γι αυτό οι παλιοί σοφοί έλεγαν τον ύπνο αδελφό του θανάτου. Το κρεβάτι είναι ένα είδος φέρετρου, γιατί μας εμποδίζει από την ενέργεια, που είναι η βάση της ζωής”.
Ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού, εφαρμόζοντας όσα πίστευε, κοιμόταν μόνο όσο του ήταν αναγκαίο, όσο του χρειαζόταν για να ζει. Τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του τον ξόδευε σε προσευχή, σε μελέτη, σε αυτοεξέταση, σε αγαθοεργίες και σε άλλο Θεάρεστο έργο. Με τους πολύμοχθους αγώνες του στην έρημο της πατρίδας του, της Λυκίας, ο μακάριος Γεράσιμος έδειξε στους μοναχούς τον ορθόδοξο δρόμο της μοναχικής ζωής. Πάλεψε σκληρά εναντίον των δαιμόνων, ασκήτευε για αρκετό χρόνο με ιδρώτες, πόνους και μόχθους και στο τέλος αναδείχθηκε νικητής.

Στους Αγίους Τόπους – Κοντά στον Άγιο Ευθύμιο – Στην έρημο του Ιορδάνη

Από μικρός ο Άγιος Γεράσιμος είχε μεγάλο πόθο να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Ο σκοπός της σφοδρής αυτής επιθυμίας του ήταν διπλός. Ήθελε να προσκυνήσει τα μέρη που αγίασε με τον παρουσία Του ο Πανάγιος Θεάνθρωπος Χριστός και να ασκητεύσει στα θεοβάδιστα μέρη της ερήμου του Ιορδάνη. Θεωρούσε την έρημο καταλληλότερη για τους μεγαλύτερους ασκητικούς αγώνες, τους οποίους πάντοτε αγαπούσε.
Αυτή την εποχή πολλοί διαλεχτοί άνδρες και γυναίκες, από την Ανατολή και τη Δύση, έπαιρναν το δρόμο που οδηγούσε στην Αγία Πόλη, την Ιερουσαλήμ. Αρκετοί απ’ αυτούς, αφού προσκυνούσαν τους Πανάγιους τόπους, γύριζαν χαρούμενοι στις πατρίδες τους. Άλλοι πάλι αφιέρωναν τον εαυτό τους στο θεό και έμεναν μόνιμα στα αγιασμένα αυτά μέρη και γίνονταν μοναχοί. Μερικοί εγκαταστάθηκαν στις έρημους και ίδρυσαν μοναστήρια. Τέτοιοι ήταν ο Μέγας Ευθύμιος, ο Θεόκτιστος, ο Κυριάκος ο Αναχωρητής και άλλοι.
Επιτέλους ο ευσεβής πόθος του Οσίου Γερασίμου να προσκυνήσει τους τόπους που αγίασε με την παρουσία Του ο Κύριος μας πραγματοποιείται. Το 451 μ.Χ. φτάνει στα Ιεροσόλυμα και προσκυνεί τον Πανάγιο Τάφο και τα άλλα ιερά προσκυνήματα. Το ίδιος έτος είχε φτάσει εκεί και ο Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης.
Αλλά και η άλλη, μεγάλη του επιθυμία πραγματοποιείται. Ο Πανάγαθος Θεός στέλνει πλούσια την ευλογία Του στους γνήσιους στρατιώτες Του. Μετά την προσκύνηση στα Ιεροσόλυμα, ο Άγιός μας καταφεύγει στην έρημο της Νεκράς Θάλασσας για να ασκητεύσει. Αφού άκουσε για τη φήμη του Αγίου Ευθυμίου, που ασκήτευε τότε στη γειτονική έρημο του Ρουβά, πήγε κοντά του για λίγο καιρό και τον συμβουλεύτηκε. Πολύ ωφελημένος από την πείρα και τις συμβουλές του γίγαντα αυτού της Ορθοδοξίας, φτάνει στη γειτονική έρημο του Ιορδάνη, όπου αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα και να περάσει με αυστηρή άσκηση τον υπόλοιπο χρόνο του επίγειου βίου του.
Μετά την εγκατάσταση του στην περιοχή του Ιορδάνη ο Όσιος συνέχισε τους σκληρούς ασκητικούς αγώνες του. Ο αγώνας του ήταν πολύ δύσκολος και κουραστικός, γιατί γινόταν εναντίον του σατανά, που μισεί πολύ τους ανθρώπους και θέλει την καταστροφή τους, οδηγώντας τους μακριά από το Θεό, στην αιώνια κόλαση. Εκτός των άλλων δυσκολιών εδώ είχε να αντιμετωπίσει και τον αφόρητο καύσωνα, γιατί η περιοχή είναι έρημος και βρίσκεται σχεδόν τετρακόσια μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Μεσογείου Θάλασσας.
Τέτοιους σκληρούς αγώνες έκανε ο Άγιος σ’ αυτή την έρημη περιοχή. Η Θεία Χάρη όμως τον δυνάμωνε και με ακαταμάχητα όπλα τη βαθιά πίστη, την επιμονή και υπομονή έφτασε στην τελική νίκη. Έτσι μετά το θάνατο του η Εκκλησία μας τον ανακήρυξε άγιο. Είναι γνωστός σαν ο Όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης και τον γιορτάζουμε στις τέσσερις Μαρτίου.
Όσιοι λέγονται οι άγιοι που πεθαίνουν ειρηνικά, είτε στα γεράματα τους, είτε από κάποια αρρώστια. Οι άγιοι που θανατώνονται βίαια και υποφέρουν πολλά βάσανα, γιατί δεν αρνούνται το Χριστό, λέγονται μάρτυρες.
Τώρα ο Άγιος ζει μέσα στην αγαπημένη του έρημο. Αγωνίζεται αδιάκοπα για ν’ αποκτήσει μεγαλύτερες αρετές. Δεν ήθελε να μένει στάσιμος, αλλά ήθελε κάθε μέρα να ξεπερνά τον εαυτό του στους κόπους και τους μόχθους της ασκητικής ζωής. Ποτέ του δεν κοίταζε πίσω αλλά μπροστά. Οπλισμένος με τα ανίκητα όπλα της αρετής και δυναμωμένος με τη Θεία Χάρη, νικά τους δαίμονες και τους αναγκάζει να τραπούν σε άτακτη φυγή. Γίνεται ένας καθηγητής της ερήμου. Η φωνή του τραβάει σαν μαγνήτης κοντά του πολλούς μοναχούς και ασκητές, από διάφορα μέρη, που ήθελαν να τον έχουν οδηγό για τη σωτηρία της ψυχής τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς που ήθελαν να γίνουν μαθητές του ήταν και ορισμένοι ξακουστοί μοναχοί και μεγάλοι ασκητές της ερήμου.
Βλέποντας ο Όσιος τόσους ασκητές να τον περιτριγυρίζουν, όπως οι μέλισσες κυκλώνουν την κηρήθρα, αποφασίζει να ιδρύσει κοινόβιο μοναστήρι και λαύρα ένα περίπου μίλι μακριά από τον Ιορδάνη ποταμό.
Η λαύρα αποτελείται από σπηλιές, σε καθεμιά από τις οποίες μένει μόνος του ένας μοναχός. Στη λαύρα έμεναν οι μεγαλύτεροι μοναχοί κι αυτοί που είχαν πείρα στη μοναχική ζωή. Στο κοινόβιο ζούσαν οι νεότεροι και οι αρχάριοι.
Επειδή ο θεοφόρος Γεράσιμος είχε φήμη σπουδαίου ασκητή, η λαύρα του γέμισε γρήγορα με μοναχούς, που ζούσαν σκορπισμένοι στην περιοχή της Ιεριχώς και στις όχθες του ποταμού Ιορδάνη. Έτσι δίκαια ο Άγιος ονομάστηκε Ιορδανίτης, γιατί ήταν ο πρώτος που κατοίκησε συστηματικά σ’ αυτήν την έρημο και συγκέντρωσε εδώ μοναχούς.
Το κοινόβιο μοναστήρι βρισκόταν στη μέση της λαύρας. Όσοι από τους μοναχούς του κοινοβίου τηρούσαν τους κανόνες που έβαζε ο Άγιος και έκαναν ασκητική ζωή, μετά από μακροχρόνιους αγώνες, μπορούσαν να εγκατασταθούν σε ξεχωριστά κελιά, στη λαύρα.
Ο Άγιος Γεράσιμος είναι ο πρώτος ιδρυτής του κοινοβιακού και του αναχωρητικού βίου. Αναχωρητές λέγονταν οι μοναχοί που ζούσαν στη λαύρα.

Οι κανόνες που έβαλε ο Άγιος στους Αναχωρητές

Ο Όσιος μας αγαπούσε πολύ τη ζωή των αναχωρητών. Γι’ αυτό περνούσε μέρος της μοναχικής του ζωής στην έρημο. Κατοικούσε κοντά στους μαθητές του ή μαζί με άλλους μεγάλους και ξακουστούς δασκάλους της ερήμου, όπως τον Άγιο Ευθύμιο, το Θεόκτιστο, τον Άγιο Κυριάκο τον Αναχωρητή και άλλους.
Οι μοναχοί που ζούσαν στη λαύρα λέγονταν αναχωρητές γιατί έφευγαν (αναχωρούσαν) από το κοινόβιο και ζούσαν μόνοι στις σπηλιές της ερήμου. Αργότερα πολλοί μοναχοί από όλα σχεδόν τα μοναστήρια έφευγαν στην έρημο, στην αρχή της μεγάλης Σαρακοστής και γύριζαν το Σάββατο του Λαζάρου.
Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Άγιος Ζωσιμάς που εξομολόγησε, κοινώνησε και έθαψε, με τη βοήθεια ενός λιονταριού, την Οσία Μαρία την Αιγύπτια. Αυτή έζησε 47 χρόνια στην έρημο του Ιορδάνη, κοντά στο μοναστήρι του Άγιου Γερασίμου. Μάλιστα κοντά στο μοναστήρι σώζεται μια σπηλιά απόκρημνη, όπου η παράδοση λέει ότι κατοικούσε η Αγία για αρκετό καιρό.
Στους μοναχούς που ζούσαν στη λαύρα ο Άγιος έδωσε εντολή να ζουν σύμφωνα με τους πιο κάτω αυστηρούς κανόνες:
Τις πέντε μέρες της βδομάδας ο καθένας να ησυχάζει στο κελί του. Να τρώει μόνο ψωμί και φοινίκια και να πίνει νερό. Το Σάββατο και την Κυριακή να πηγαίνουν στο ναό του μοναστηριού, να ψάλλουν, να εξομολογούνται, να συμμετέχουν στη Θεία Λειτουργία και Θεία Κοινωνία και μετά να τρώνε στο Κοινόβιο μαγειρεμένο φαγητό και να πίνουν και λίγο κρασί.
Πρόσταξε στα κελιά τους να μην έχουν τίποτε άλλο, εκτός από τα αναγκαία, να μην ανάβουν λυχνάρι ή φωτιά και να μην τρώνε μαγειρεμένο φαγητό. Απέφευγαν επίσης τη γαστριμαργία και τα πάθη της ψυχής, όπως τη λύπη, την οργή, τη δειλία και τη λήθη.
Καθένας ήταν υπόχρεος να συνεισφέρει στο Κοινόβιο από το εργόχειρο του, κάθε Σάββατο, που θα ερχόταν σ’ αυτό. Το δειλινό της Κυριακής, αφού θα έπαιρνε το εφόδιό του για όλη την εβδομάδα, δηλαδή ψωμί, καρπούς φοινικιάς, νερό και κλαδιά, αναχωρούσε για το κελί του.
Δεν είχαν άλλη ενδυμασία, εκτός από εκείνη που φορούσαν. Ως στρώμα είχαν ψαθί ή κάποιο ελαφρό σκέπασμα. Είχαν ένα πήλινο αγγείο για νερό, για να πίνουν και για να διατηρούν φρέσκα τα κλαδιά που θα έπλεκαν. Όταν έβγαιναν από τα κελιά τους έπρεπε να τα αφήνουν ανοικτά, ώστε όποιος ήθελε να μπορεί να μπαίνει σ’ αυτά και να παίρνει ό,τι χρειάζεται. Όλα τα πράγματα ήταν κοινά.
Ορισμένοι κάτοικοι της Ιεριχώς, που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου, λυπούνταν τους ασκητές και τους πήγαιναν κάθε Σάββατο και Κυριακή λιτά φαγητά και τρόφιμα. Αυτοί όμως δεν τα δέχονταν και για να τους αποφύγουν έφευγαν μακριά.
Ο ίδιος ο Άγιος τηρούσε όλους αυτούς τους κανόνες και όλες τις μέρες της Αγίας Σαρακοστής δεν έτρωγε τίποτε, εκτός από τη Θεία Κοινωνία, που έπαιρνε την Κυριακή.
Αφού έζησε μ’ αυτό τον τρόπο ο Άγιος Γεράσιμος ο Αναχωρητής, δίκαια έγινε πρότυπο αρετής και σωτηρίας. Ήταν ένας μεγάλος καθηγητής της ερήμου, όπως τον Άγιο Αντώνιο, τον Άγιο Σάββα τον Αγιασμένο, το Μεγάλο Ευθύμιο, τον Άγιο Θεοδόσιο τον Κοινοβιάρχη και άλλους.
Φρόντιζε περισσότερο για την πνευματική εργασία, αλλά δεν παραμελούσε τελείως και την πρακτική. Ο Θεός του έδωσε μεγάλη χάρη. Τέτοια χάρη είχε όπως ο Αδάμ, πριν από την παρακοή.

Ο Άγιος Γεράσιμος και το Λιοντάρι

Σε τέτοια πνευματικά ύψη είχε φτάσει ο Άγιος Γεράσιμος, ώστε και αυτά τα άγρια θηρία ακόμη τον σέβονταν, του υπάκουαν και τον υπηρετούσαν. Η μεγάλη χάρη που του είχε δώσει ο Θεός φαίνεται και από την ιστορία του Αγίου με το λιοντάρι.
Ο Άγιος εικονίζεται πάντοτε με ένα λιοντάρι. Γιατί άραγε; Αυτό το άγριο λιοντάρι έζησε κοντά στον Όσιο Γεράσιμο και τον υπηρετούσε με θαυμαστό τρόπο, όσο καιρό ζούσε. Αλλά και όταν κοιμήθηκε ο Άγιος τον ακολούθησε με παράδοξο τρόπο, αφού πέθανε πάνω στον τάφο του από υπερβολική λύπη.
Κάποια μέρα, ενώ ο Άγιος περπατούσε στην όχθη του ποταμού Ιορδάνη, συναντήθηκε με ένα λιοντάρι. Μόλις το θηρίο τον αντίκρισε, άρχισε να βρυχάται με παρακλητικό τρόπο και να ανασηκώνει με δυσκολία το ένα του πόδι.
Τι είχε συμβεί;
Ένα μυτερό κομμάτι καλαμιού του είχε μπηχθεί στο πόδι με αποτέλεσμα αυτό να πρησθεί, να γεμίσει πύο και να μην μπορεί να περπατήσει από τους πόνους.
Όταν ο γέροντας είδε τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν το λιοντάρι, το λυπήθηκε. Αφού το πλησίασε, κάθισε σε μια πέτρα, πήρε το πόδι του λιονταριού και το εξέτασε προσεκτικά. Το έσχισε με ένα σουγιά, έβγαλε το καλάμι με πολλά υγρά και πύο και καθάρισε καλά την πληγή. Μετά την έδεσε καλά με ένα πανί και έδιωξε το λιοντάρι. Αυτό όμως δεν έφευγε. Αφού θεραπεύτηκε, έμεινε κοντά στον Άγιο, δεν τον άφησε ποτέ πια, ημέρεψε σαν πρόβατο και τον ακολουθούσε σαν γνήσιος μαθητής του. Ο γέροντας θαύμαζε τη μεγάλη ευγνωμοσύνη του θηρίου, που πολύ σπάνια τη συναντάς στους ανθρώπους.
Από τότε ο γέροντας έτρεφε το λιοντάρι, δίνοντας του ψωμί και βρεγμένα όσπρια. Στη Λαύρα, δηλαδή στις σπηλιές, υπήρχε ένα γαϊδούρι που έφερνε νερό από τον ποταμό Ιορδάνη για τις ανάγκες των ασκητών. Ο Άγιος ανέθεσε τη φύλαξη αυτού του ζώου στο λιοντάρι. Ήταν υπεύθυνο να το βόσκει κοντά στον ποταμό και να το προσέχει κατά τη διαδρομή του. Ο γέροντας εμπιστεύθηκε στο θηρίο το γαϊδούρι, όπως σε μικρό βοσκό ένα πρόβατο. Το λιοντάρι έκανε αυτή την υπηρεσία για αρκετό χρονικό διάστημα. Άλλοτε ακολουθούσε το γαϊδούρι, περιτριγυρίζοντας το προστατευτικά σαν σκύλος, άλλοτε καθόταν κοντά του ή πρόσεχε τους γύρω δρόμους, όταν εκείνο έβοσκε. Όσοι το έβλεπαν απορούσαν, σταυροκοπιόνταν και θαύμαζαν για το παράξενο αυτό θέαμα.
Κάποτε το λιοντάρι και το γαϊδούρι χώρισαν για λίγη ώρα. Αυτό έγινε είτε γιατί το λιοντάρι αποκοιμήθηκε είτε διότι απομακρύνθηκε για λίγο, για να βρει τροφή. Κάποιοι Άραβες έμποροι καμηλιέρηδες που περνούσαν από εκεί βρήκαν το γαϊδούρι μονάχο του και το έκλεψαν. Όταν το λιοντάρι αναζήτησε παντού το “φίλο του” και δεν τον βρήκε, γύρισε στη Λαύρα σκυθρωπό και λυπημένο.
Ο Όσιος, μόλις είδε το λιοντάρι μόνο του και σ’ αυτή την κατάσταση, υποψιάστηκε ότι θα έφαγε το γαϊδούρι και με ύφος γεμάτο σοβαρότητα του είπε:
Τι συμβαίνει λιοντάρι; Έφαγες το γαϊδούρι; Φαίνεται λοιπόν ότι ξαναγύρισες στην προηγούμενη σου φύση, αν και δοκίμασες να μεταμορφωθείς σε πρόβατο και ν’ αποκτήσεις την ιδιότητα τον σκύλου. Αλλά η φύση νίκησε. Θυμήθηκες την προηγούμενη υπερηφάνεια και τη βασιλική σου κυριαρχία πάνω στα άλλα ζώα, εσύ ο φονιάς και πεθύμησες πάλι να είσαι αρχηγός. Αλλά εγώ θα σε ταπεινώσω και θα γκρεμίσω τον εγωισμό σου. Να είσαι λοιπόν, όχι λιοντάρι, όπως πεθύμησες, αλλά γάιδαρος κουβαλητής”.
Πραγματικά το λιοντάρι γίνεται τώρα γαϊδούρι. Ο Όσιος το διατάζει με απλότητα να αναλάβει την υπηρεσία του γαϊδάρου. Φορτωμένο τις στάμνες να μεταφέρει το νερό στους μοναχούς από τον ποταμό. Υποτάσσεται στον Άγιο και εκτελεί την εργασία του γαϊδάρου, όπως ακριβώς και προηγουμένως συμπεριφερόταν πρώτα σαν αρνί και μετά σαν έμπιστος σκύλος.
Από τότε που κλέψανε το γαϊδουράκι πέρασε αρκετός καιρός. Το λιοντάρι εκτελούσε τη νέα του υπηρεσία ευχάριστα, ακούραστα και πρόθυμα.
Μερικοί αναφέρουν και το παρακάτω περιστατικό: Κάποτε ένας στρατιωτικός πήγε να δει το γέροντα. Είδε το λιοντάρι να μεταφέρει νερό και έμεινε έκπληκτος από το παράξενο αυτό θαύμα. Τότε έδωσε στον Άγιο τρία χρυσά νομίσματα – τόση ήταν τότε η τιμή ενός γαϊδάρου – και απάλλαξε το λιοντάρι από τη δύσκολη δουλειά.
Μια μέρα οι Άραβες έμποροι, που είχαν κλέψει το γαϊδούρι, περνούσαν και πάλι από τον ίδιο δρόμο, κοντά στην όχθη του Ιορδάνη, έχοντας μαζί τους και το κλεμμένο ζώο. Το λιοντάρι βρισκόταν την ώρα εκείνη σ’ αυτό το ίδιο μέρος, για να μεταφέρει νερό. Είδε το γαϊδουράκι, το αναγνώρισε και αφήνοντας την ιδιότητα του γαϊδάρου, παρουσιάζεται σαν λιοντάρι και αρχίζει να βρυχάται και να στρέφεται εναντίον των εμπόρων. Αυτοί φοβήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια, αφήνοντας μόνα τους τα ζώα.
Το λιοντάρι έπιασε με τα δόντια του το σχοινί και τράβηξε μαζί με το γαϊδουράκι και όλες τις καμήλες κατά το μοναστήρι. Όταν έφτασαν στο μοναστήρι το λιοντάρι οδήγησε όλα τα ζώα έξω από το κελί του Οσίου, γεμάτο χαρά. Ήταν πολύ χαρούμενο, έκανε διάφορα πηδήματα και κινήσεις και φαινόταν σαν ένας γενναίος στρατιώτης που έρχεται από τον πόλεμο φορτωμένος με λάφυρα.
Όταν ο γέροντας είδε το πρωτοφανές αυτό θέαμα, χαμογέλασε, κατάλαβε ότι άδικα κατηγόρησε το λιοντάρι, το απάλλαξε από τη δύσκολη δουλειά του και του έδωσε και όνομα. Το ονόμασε λοιπόν Ιορδάνη. Αυτό είναι ένα άλλο σημάδι της μεγάλης χάρης που πήρε από το Θεό ο Άγιός μας. Έδινε ονόματα στα άγρια θηρία και στα άλλα ζώα, συνομιλούσε μαζί τους, ήταν ήμερα μαζί του και του υπάκουαν, όπως στον Αδάμ, πριν από το προπατορικό αμάρτημα.
Μερικοί αναφέρουν ότι ο Άγιος ελευθέρωσε τελείως το λιοντάρι και αυτό έκλινε το κεφάλι, αποχαιρέτισε τον Άγιο και χάθηκε στην απέραντη έρημο. Όμως μια φορά τη βδομάδα ερχόταν στη Λαύρα και τον προσκυνούσε. Άλλοι λένε ότι ο Ιορδάνης έμεινε με το Γέροντα πέντε χρόνια και άλλοι ότι δεν τον αποχωρίστηκε ποτέ. Άλλοι πάλι αναφέρουν ότι γύριζε μέσα και έξω από τη Λαύρα για άλλα τρία χρόνια, μέχρι που κοιμήθηκε ο Άγιος.
Στο μεταξύ, οι έμποροι, αφού ξεφοβήθηκαν και θαύμασαν, βλέποντας το λιοντάρι να τραβάει το γαϊδούρι από το σχοινί, ακολούθησαν από μακριά το θηρίο με τη συνοδεία του. Έφτασαν και αυτοί στη Λαύρα και παρακολούθησαν όσα έγιναν. Ένιωσαν μεγάλη ντροπή για την κακή τους πράξη, γονάτισαν και έπεσαν μπρούμυτα στα πόδια του Αγίου και τον παρακάλεσαν να τους συγχωρέσει. Ζήτησαν την ευχή και την ευλογία του και του πρόσφεραν πολλά δώρα, μερικά από τα οποία είχαν μεγάλη αξία.
Ο Άγιος δέχτηκε μερικά από τα δώρα των εμπόρων, τους έδωσε χρήσιμες συμβουλές και ορισμένα δώρα από το μοναστήρι. Τους ευχήθηκε και τους έστειλε στα σπίτια τους, μαζί με τις καμήλες και τα εμπορεύματα τους. Εκείνοι έφυγαν, ευχαριστώντας τον Άγιο. Από τότε έρχονταν συχνά στο μοναστήρι και έφερναν μαζί τους πολλά δώρα.
Όταν ο Άγιος κοιμήθηκε ο Ιορδάνης έτυχε να μην είναι στη Λαύρα. Μετά από λίγες μέρες ήρθε και ζητούσε να βρει το γέροντα και να τον προσκυνήσει. Μάταια όμως. Ο μεγάλος ευεργέτης του δε φαινόταν πουθενά.
Μόλις ο Άγιος Σαββάτιος, ο μαθητής του Αγίου Γερασίμου, είδε το λιοντάρι να ψάχνει του είπε:
- Ιορδάνη, ο γέροντας μας, μας άφησε ορφανούς και έφυγε και πήγε στους ουρανούς, κοντά στον Κύριο. Αλλά πάρε τροφή και φάγε.
Το λιοντάρι όμως δεν ήθελε να φάει. Εξακολουθούσε να κοιτάζει ανήσυχα εδώ κι εκεί. Ήθελε να δει τον Άγιο και βρυχόταν δυνατά, χωρίς να σιωπά ούτε για μια στιγμή. Μάταια ο Άγιος Σαββάτιος και οι άλλοι μοναχοί το χάιδευαν στη ράχη και του έλεγαν να φάει και να ησυχάσει. Όσο προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν με λόγια, τόσο δυνατότερα φώναζε. Οι μοναχοί συγκινήθηκαν και δάκρυσαν, βλέποντας τη μεγάλη λύπη που ένιωθε το λιοντάρι, επειδή δεν έβλεπε τον Άγιο Γέροντα.
Ο Άγιος Σαββάτιος με νοήματα προσπαθούσε να του δώσει να καταλάβει ότι ο Άγιος πέθανε. Αυτό όμως συνέχιζε να βρυχάται λυπημένο και αγανακτισμένο.
Στο τέλος ο γέροντας του είπε:
- Έλα μαζί μου και Θα δεις τον τάφο του.
Αφού τα είπε αυτά άρχισε να προχωρεί και ο Ιορδάνης τον ακολουθούσε. Όταν έφτασαν και οι δυο στον τάφο του Αγίου σταμάτησαν.
Ο Άγιος Σαββάτιος τότε είπε:
- Εδώ είναι θαμμένος, Ιορδάνη, ο γέροντας Γεράσιμος.
Στάθηκε ο Άγιος Σαββάτιος κοντά στον τάφο του Αγίου Γερασίμου, δάκρυσε και έβαλε μετάνοια.
Όταν τον είδε το λιοντάρι, έκαμε και αυτό μετάνοια. Μετά έπεσε πάνω στον τάφο του Αγίου, κτυπούσε το κεφάλι του και βρυχήθηκε δυνατά.
Από τον πολύ πόνο που ένιωσε, επειδή έχασε τον Άγιο, ψόφησε αμέσως. Τόσο πολύ αγαπούσε τον Άγιο Γεράσιμο.
Αυτό το θαυμαστό γεγονός έγινε όχι γιατί το λιοντάρι είχε λογική ψυχή. Έγινε γιατί ο Θεός ήθελε να δοξάσει το μεγάλο αυτόν Άγιο και μετά το θάνατο του.

Το τέλος του Οσίου Γερασίμου

Αφού έζησε ζωή αγγελική, ο Άγιος Γεράσιμος κοιμήθηκε σε βαθιά γεράματα, το 475 μ.Χ. Μετά τους σκληρούς αγώνες του και τη μεγάλη προσφορά του στο μοναχισμό είχε ένα ήσυχο, οσιακό τέλος, σε ηλικία περίπου εκατό χρονών. Ο Άγιος πέθανε στις τέσσερις Μαρτίου. Από τότε που ανακηρύχθηκε άγιος γιορτάζουμε τη μνήμη του αυτή τη μέρα και πανηγυρίζει το μοναστήρι του, που βρίσκεται στους Αγίους Τόπους, στην έρημο του ποταμού Ιορδάνη, κοντά στην Ιεριχώ.
Η γιορτή του έρχεται, σχεδόν πάντοτε, μέσα στη Μεγάλη Σαρακοστή. Είναι η περίοδος του πένθους και της προσευχής, που τόσο αγαπούσε ο Άγιος όσο καιρό ζούσε.
Πολλοί δέχονται ότι ο Άγιος θάφτηκε μισό μίλι μακριά από το μοναστήρι του.
Μετά την καταστροφή του μοναστηριού από τους Άραβες, το λείψανο του μεταφέρθηκε στη Μονή Καλαμώνος, στο μέρος που είναι σήμερα το μοναστήρι του Αγίου.
Μέχρι σήμερα κανένας δεν ξέρει το ακριβές μέρος, όπου βρίσκεται το άγιο λείψανο του.
Ίσως μ’ αυτό τον τρόπο ο Άγιος να αποφεύγει τις πολλές τιμές.
Αυτό έκανε και όταν ήταν στη ζωή.
Γύρω στα τέλη Ιουνίου του 2002, ο ηγούμενος του Αγίου Γερασίμου, αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, μετά από ανασκαφές, βρήκε έξω από το μοναστήρι τάφους με λείψανα. Εδώ υπολογίζεται να ήταν το κοιμητήριο του μοναστηριού. Ίσως κάπου κοντά να βρίσκεται και το πολύτιμο λείψανο του μεγάλου αυτού Αγίου.